- ντουμάνι
- το(λ. τουρκ.)1. καπνός από φωτιά, από τσιγάρο: Γέμισε ντουμάνι το δωμάτιο.2. σκόνη στον ορίζοντα, καταχνιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντουμάνι — το 1. πυκνός καπνός που οφείλεται συνήθως σε πυρκαγιά ή σε τσιγάρα 2. πυρκαγιά, φωτιά 3. μτφ. α) καταχνιά, ομίχλη β) σκόνη, κονιορτός γ) μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, αφθονία 4. φρ. «στο ντουμάνι τού Θεού» στη δευτέρα παρουσία, επειδή, σύμφωνα με τις … Dictionary of Greek
ντουμανιάζω — [ντουμάνι] 1. (για κλειστό χώρο) γεμίζω καπνό 2. (μτβ.) γεμίζω κάποιον με καπνό («μάς ντουμάνιασε με τα τσιγάρα του») 3. βγάζω πολύ καπνό («ντουμάνιασε η καμινάδα») … Dictionary of Greek
τουμάνι — το, Ν ντουμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ντουμάνι] … Dictionary of Greek